Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η κατσαρίδα

См. также в других словарях:

  • κατσαρίδα — Κοινή ονομασία διαφόρων εντόμων της οικογένειας των βλαττιδών, της τάξης των δικτυοπτέρων. Οι κ. ποικίλλουν σε μέγεθος, έχουν πεπιεσμένο σώμα, μακριές και συχνά νηματόμορφες κεραίες, χαρακτηριστικό μασητικό στοματικό σύστημα, πόδια που τις… …   Dictionary of Greek

  • κατσαρίδα — η το έντομο «βλάττη»: Να πάρουμε φάρμακο για τις κατσαρίδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βλάττα — η (AM βλάττα, Α και βλάττη) νεοελλ. 1. γένος δικτυόπτερων Εντόμων, γνωστό ως μεγάλη ή μαύρη κατσαρίδα 2. η ευλογιά 3. η ουλή που αφήνει η ευλογιά 4. βαρύ και θανατηφόρο νόσημα αρχ. η πορφύρα και η βαφή της. [ΕΤΥΜΟΛ. Από μτγν. δάνεια λ. άγνωστης… …   Dictionary of Greek

  • αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας …   Dictionary of Greek

  • βλάττη — Γένος κατσαρίδων. Τα σπουδαιότερα είδη του είναι η β. η αμερικανική,κατσαρίδα κυρίως των πλοίων, και η β. ηανατολική,κατσαρίδα των σπιτιών …   Dictionary of Greek

  • βλαττούδα — και βλαττούδα, η και βλαττούδι, το [βλάττα] η κατσαρίδα …   Dictionary of Greek

  • κανθαρίδα — (Lytta vescicatoria). Κολεόπτερο έντομο της οικογένειας των μηλοϊδών. Ζει σε πολυάριθμες ομάδες, κατοικώντας κυρίως σε μελιές, κουφοξυλιές και άλλα φυτά, τρεφόμενο από το φύλλωμά τους. Το σώμα του είναι επίμηκες (γύρω στα 20 χιλιοστά) και… …   Dictionary of Greek

  • έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… …   Dictionary of Greek

  • τσιτακισμός — ο η μεταβολή συμφώνου (του τ, σ, νθ, σκ, κτ, σθ, στ, σσ, ψ, ξ και κυρίως του κ) σε τσ μπροστά από τα φωνήεντα ι και ε, π.χ. στις λέξεις: Κόσσυφος κότσυφας, ατάσθαλος άτσαλος, κανθαρίδα κατσαρίδα, κύριος τσύριος, και τσαι κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»